Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουστρίζω — [λούστρο] λουστράρω … Dictionary of Greek
λουστρίζω — λούστρισα, γυαλίζω, βερνικώνω, λουστραρίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)